Η Α´ Οικουμενική Σύνοδος

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητος του Θεού. Ο Άρειος αμφισβητούσε πράγματι αφ’ ενός μεν την Τριαδικότητα του Θεού, αφ’ ετέρου δε τη φυσική Θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313-328 μ.Χ.) και τον Άρειο, με σκοπό την ειρήνευση της τοπικής Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, που με τη διδασκαλία του Αρείου τροφοδοτούσε τη διάσπαση του εκκλησιαστικού σώματος. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Γι’ αυτό αποφασίσθηκε η σύγκληση της Α´ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., στην οποία συμμετείχαν 318 θεοφόροι Πατέρες.

Έτσι ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαινίασε μια νέα περίοδο συνοδικής εκφράσεως της εκκλησιαστικής συνειδήσεως (1).

Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας, η σύγκληση της Α´ Οικουμενικής Συνόδου κατέστη αναγκαία μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής αποστολής στην Αλεξάνδρεια του Οσίου Κορδούης, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος «την εαυτού διάνοιαν ανακινήσας, άλλον τουτονί καταγωνιείσθαι έφη τον κατά του ταράττοντος την Εκκλησίαν αφανούς εχθρού πόλεμον» (2).

Ανάλογα κίνητρα αποδίδει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο και ο Θεοδώρητος, ο οποίος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας, «επειδή της ελπίδος εψεύσθη, την πολυθρύλητον εκείνην εις την Νικαέων συνήγειρε σύνοδον» (3).

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. Στον μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορος, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει· «Βλέποντας ο Μέγας Κωνσταντίνος τους Επισκόπους, πολλοί από τους οποίους, γηραλέοι πια, είχαν επάνω στο σώμα τους τα σημάδια των βασανιστηρίων από τους διωγμούς, τους φιλούσε το χέρι και τα τραύματά τους, γιατί πίστευε πως έτσι ελάμβανε μεγάλη ευλογία» (4).

Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. Στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περί της πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Η Α´ Οικουμενική Σύνοδος συνέταξε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως (του «Πιστεύω»), εξέδωσε Κανόνες για την καλύτερη λειτουργία και διακυβέρνηση των Εκκλησιών και ρύθμισε το πότε πρέπει να εορτάζεται το Άγιο Πάσχα σε όλο τον κόσμο, δηλαδή να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από την πρώτη πανσέληνο της εαρινής (ανοιξιάτικης) ισημερίας.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η πιο εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως, περί τα τέλη του 327 μ.Χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μια ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α´ Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτόν πυροδότησε νέες έριδες στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στη συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε τη ρήση· «Δικάσει Κύριος ανά μέσον εμού και σου». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του να προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς τη Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας (5).


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α´, 19952, σελ. 418.
(2). Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 5. Βλ Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α´, 19952, σελ. 421.
(3). Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι, 6.
(4). Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, Ρ.G. 121, 545. Θεοδωρήτου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ρ.G. 82, 937-Ι.10.
(5). Βλ. για τον βίο του Αγίου την αξιόλογη μελέτη του Δημητρίου Αποστολίδη, Μέγας Κωνσταντίνος ο Ισαπόστολος, εκδ. «Παρουσία» Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, σειρά δευτέρα· «Εκκλησία και Θεολογία», αρ. 10, Καβάλα 2005.