Εκείνο που καταξίωσε την Αγία Ελένη ως ισαποστολική μορφή είναι ο αγώνας και οι προσευχές της για την εύρεση του Τιμίου Σταυρού, που είναι το σωτήριο όπλο, το αρραγές τρόπαιο, το φυλακτήριο και η ελπίδα των Χριστιανών, και η ανάδειξη των Αγίων Τόπων ως χώρου οικουμενικής προσκυνηματικής αναφοράς της χριστιανοσύνης.
Ο ιστορικός Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το προσκύνημα της Αγίας Ελένης στους Αγίους Τόπους. Το χαρακτηρίζει ευλαβέστατο και ομιλεί για τις πράξεις φιλανθρωπίας της Αγίας, η οποία συντηρούσε ολόκληρες κοινότητες φτωχών και πασχόντων, ανήγειρε φιλανθρωπικά ιδρύματα με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις, ίδρυε Μονές, απέδιδε χάρη σε φυλακισμένους, απελευθέρωνε κατάδικους από ορυχεία, έδινε εντολή να επιστρέψουν οι εξόριστοι στις εστίες τους και εκπλήρωσε θεοφιλώς, όπως σημειώνεται από τους ιστορικούς, τον ρόλο του αυτοκρατορικού ευεργέτη (1).
Οι βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά τον Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον τον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα «κωνσταντινάτα».
Κατακλείοντες, το συναξάρι των Αγίων, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι η κατ’ εξοχήν θρησκευτική και πολιτική μορφή του όλου χριστιανικού κόσμου, η οποία προσδιόρισε το περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας κατά τρόπο μοναδικό και όχι μόνο με διαχρονικά, αλλά και με σύγχρονα κριτήρια του μεγαλόπνοου οράματός του. Χωρίς το όραμα αυτό ούτε η Ευρώπη θα είχε συγκεκριμένη πνευματική κληρονομιά, ούτε ο κόσμος μία τόσο ακμαία ακτινοβολία του χριστιανικού μηνύματος για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Η θρησκευτική πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου αποκτά καθοριστική σημασία στην ιστορία της ανθρωπότητας όχι βεβαίως γιατί ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας κατοχύρωσε την αρχή της ανεξιθρησκείας ή γιατί και ο ίδιος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, αλλά κυρίως γιατί η πρωτοβουλία του αυτή συνδέθηκε με την υποκατάσταση της κοσμοκεντρικής θεωρίας της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας από την αντίστοιχη θεοκεντρική διδασκαλία του Χριστιανισμού.
Ό,τι συνέβη στην ιστορία της ανθρωπότητας μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν είτε μια σταδιακή επέκταση της ακτινοβολίας του δικού του οράματος, είτε η μετά τον ΙΣΤ´ αιώνα διαλεκτική αντίθεση των αθεϊστικών τάσεων της νεότερης ιστορίας της ευρωπαϊκής διανόησης για την αποδυνάμωση ή και την συντριβή του δικού του οράματος.
Είναι λοιπόν ευνόητο ότι το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ώριμος καρπός των προσωπικών του πνευματικών αναζητήσεων, παραμένει πάντοτε στον εσώτερο πυρήνα της πνευματικής κληρονομιάς του χριστιανικού κόσμου και αποτελεί μια βασική πτυχή της σχέσης Εκκλησίας και κόσμου.
Η ιστορική αλήθεια, απαλλαγμένη από αυθαίρετες ιδεολογικές προλήψεις του ιστορικού παρελθόντος, αναδεικνύει όχι μόνο τις βαθιές ρίζες της θρησκευτικής πίστεως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και την απόλυτη συνέπεια προς αυτήν της όλης ευεργετικής για τον Χριστιανισμό θρησκευτικής του πολιτικής, η οποία συγκεφαλαιώθηκε με τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Παράλληλα δικαιώνει την εκκλησιαστική συνείδηση, η οποία αναγνώρισε στο πρόσωπό του και στο πρόσωπο της μητρός του Αγίας Ελένης τους Ισαποστόλους για τη διάδοση του Ευαγγελίου στον κόσμο (2). Για τον λόγο αυτό η υμνολογία της Εκκλησίας λέγει ότι «φωτισμένος με τις ακτίνες του πνεύματος ο Κωνσταντίνος εφαίδρυνε την Εκκλησία του Χριστού, συνήγαγε από παντού τα συστήματα των πιστών στην πόλη της Νικαίας, όπου… φανερώθηκε το μεγαλείο της Ορθοδόξου πίστεως» (3). Στήριξε την Εκκλησία του Θεού (4) και έγινε των Χριστιανών η χαρά, ο πλούτος και υπέρμαχος των ορφανών και χηρών, η σκέπη ταπεινών και απόρων, η ανόρθωση των θλιμμένων και η ανάρρυση των αιχμαλώτων (5).
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσέφερε μέρος των δημοσίων εσόδων στα εκκλησιαστικά ιδρύματα, πράξη η οποία εγκαινίασε μια νέα παράδοση στενής συνεργασίας του βυζαντινού κράτους και της Εκκλησίας μέσω της οικονομικής ενίσχυσης φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (6).
Εμείς ως Έλληνες και ως έθνος οφείλουμε πρόσθετα χάρη στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, που εγκαινιάσθηκε επίσημα στις 11 Μαΐου του έτους 330, ημέρα της μνήμης του Αγίου Μωκίου, πολιούχου του Βυζαντίου, αποτέλεσε την κιβωτό μέσα στην οποία διασώθηκε ο Ελληνικός πολιτισμός. Αν λάβει κανείς υπόψη του πως η Ρώμη και ολόκληρη η Δυτική αυτοκρατορία έπεσαν στα χέρια των γερμανικών φύλων μόλις το 476 μ.Χ., εύκολα αντιλαμβάνεται ότι χωρίς την Κωνσταντινούπολη ο μεσαιωνικός ελληνισμός θα ήταν ανύπαρκτος (7).
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος γράφει χαρακτηριστικά· «Πρόδηλον ότι ημείς οφείλομεν τανάπαλιν αυτώ ιδιάζουσαν τούτων ένεκεν ευγνωμοσύνην, διότι δια της μοναρχίας εκείνης ο ελληνισμός, ου μόνον εσώθη εν τω μέσω αιώνι, αλλά και επί μακρόν διετέλεσεν αύθις ισχυρός και μέγας». Ακόμα και ο ͺFerdinard Lot, ο οποίος χαρακτηρίζει την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας «αυτοκρατορικό καπρίτσιο», δεν δίστασε να ομολογήσει ότι η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη διέσωσε τα ίχνη του ελληνικού πολιτισμού και απέτρεψε την επικράτηση της βαρβαρότητας, κάτι που έγινε στη Δύση με την κατάλυση της δυτικής αυτοκρατορίας (8).
Παντού στη νέα πρωτεύουσα τα σύμβολα της πίστεως διακοσμούσαν πολυειδώς και πολυτρόπως την Πόλη. Επί της μεγάλης πλατείας του καλουμένου Φόρου, υψώθηκαν δύο στήλες αφιερωμένες στον Μεγάλο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη και στο μέσο αυτών Σταυρός που έφερε την επιγραφή «Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν». Στη μεγάλη δε αίθουσα των ανακτόρων υπήρχε επί της οροφής κατασκευασμένος ο Σταυρός και διακοσμημένος με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Στην Κωνσταντινούπολη κτίζονται οι Βασιλικές της Αγίας Ειρήνης και των Αγίων Αποστόλων, θεμελιώνεται η Αγία Σοφία, οικοδομούνται μοναστήρια και ναοί, όπως του Αγίου Αγαθονίκου, του Αγίου Ακακίου, του Αγίου Μιχαήλ, του Αγίου Μωκίου, του Αγίου Μηνά, της Θεοτόκου του Ράβδου και άλλα εκκλησιαστικά μνημεία.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, «ουκ εξ ανθρώπων λαβών την κλήσιν», και η Αγία Ελένη αγκάλιασαν λαό και Εκκλησία, πιστούς και απίστους και έγιναν διάκονοι του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, της ευημερίας εν γαλήνη και της σωτηρίας της ανθρωπότητας. Από την εποχή τους και εξής η Εκκλησία του Χριστού μεταμορφώνει τους θεσμούς, τη ζωή και αναγεννά τον κόσμο, όπως ακριβώς η Βάτος η καιομένη και μη φλεγομένη του Σινά (9). «Έβαψαν» βαθειά την αυτοκρατορία με την «βαφή» του Χριστού, ώστε να μην είναι δυνατόν να εξαλειφθεί με την πάροδο των αιώνων.
Δια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης, που επιτέλεσαν για την εποχή τους ένα ριζοσπαστικό έργο, ο Δεσπότης Θεός εισήλθε στα σπλάχνα του κοσμικού κράτους και το ζωοποίησε. Αποδείχθηκε ότι οι διώκτες ακολούθησαν λαθεμένο δρόμο και η ασύνετη καρδιά τους βυθίστηκε στο σκοτάδι της πλάνης. Έτσι, ενώ θριαμβολογούσαν για τη σοφία τους, κατάντησαν ανόητοι, ως το σημείο, αντί για τον δημιουργό αθάνατο Θεό, να προσκυνούν είδωλα που παρασταίνουν θνητούς ανθρώπους (10).
Ο Μέγας Κωνσταντίνος με τη βοήθεια της βασιλομήτορος αυγούστας Ελένης, ίδρυσε χριστιανικό κράτος, το οποίο κατά τον Ιερό Χρυσόστομο επαλήθευσε την προφητεία του προφήτη Ησαΐα: «ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης και συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα και τας ζιβύνας αυτών εις δρέπανα και ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν» (Ησαΐα 2,4). Εδώ επαληθεύεται δηλαδή ο παγκόσμιος και ειρηνοποιητικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού που μετασχηματίζει ποιοτικά την κοινωνία σε επίπεδα, υπερεθνικά και υπερφυλετικά. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει άλλωστε και το δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων: «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο· και σου ενανθρωπήσαντος εκ της Αγνής, η πολυθεΐα των ειδώλων κατήργηται. Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον, αι πόλεις γεγένηνται· και εις μίαν Δεσποτείαν Θεότητος τα έθνη επίστευσαν» (11).
Κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο η παρουσία και η δράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου εντάσσεται στο λεγόμενο σχήμα της «συγχρονιστικής παραλληλίας» σύμφωνα με το οποίο παρατηρείται –όχι τυχαία, αλλά κατά θεία πρόνοια– χρονική συνταύτιση ικανού πολιτικού ηγέτη και κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών με στόχο την ταχύτερη και αβίαστη προώθηση του Χριστιανισμού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Το σχήμα αυτό είχε περιγραφεί άλλωστε από τον ίδιο Πατέρα, όταν παρουσίαζε τη χρονική σύμπτωση της γέννησης του Χριστού με την αυτοκρατορία του Οκταβιανού Αυγούστου, γεγονός που υποδήλωνε, ότι σκοπίμως επετράπη από τη θεία πρόνοια να προηγηθεί η Ρax Romana, η οποία ενοποίησε πολιτικά την κατακερματισμένη πολιτική οικουμένη. Στο ίδιο ερμηνευτικό σχήμα εντάσσεται και η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός που πέτυχαν την ίδια σχεδόν ενοποίηση σε πολιτιστικό επίπεδο. Δημιουργήθηκαν έτσι οι κατάλληλες συνθήκες για την ευκολότερη διάδοση του Ευαγγελίου (12).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ