Στα τέλη του καλοκαιριού του έτους 326 μ.Χ. η βασιλομήτωρ αυγούστα Ελένη ήταν περίπου 80 ετών (1). Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να αναλάβει τους κόπους ενός δύσκολου για την ηλικία της ταξιδιού. Από τη Ρώμη κατευθύνθηκε δια θαλάσσης στην Παλαιστίνη.

Η άφιξή της στην Παλαιστίνη το φθινόπωρο του 326 επρόκειτο να αλλάξει την κατάσταση υπέρ των χριστιανών. Στην Ιερουσαλήμ την υποδέχθηκε ο Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος. Οι πηγές μαρτυρούν ότι το ειδωλολατρικό ιερό, που είχε ανεγείρει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, κατεδαφίσθηκε και η Αγία Ελένη «με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον τίμιον σταυρόν και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών», τον τάφο του Χριστού, τα σύνεργα του Πάθους και τους «ήλους» (καρφιά), όπως γράφει ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (2).

Η Αγία Ελένη και ο Τίμιος Σταυρός
Η Αγία Ελένη κρατά τον Τίμιο Σταυρό. Σύγχρονη αγιογραφία έργο Γιαννούλη Λυμπερόπουλου

Μετά την πραγματοποίηση ανασκαφών βρέθηκαν τρεις σταυροί στον τάφο του Δεσπότη (Ιησού Χριστού). Όλοι ήταν βέβαιοι ότι ένας από αυτούς ήταν του Ιησού Χριστού και οι άλλοι δύο των δύο προσηλωθέντων ληστών. Ωστόσο, αγνοούσαν τον Σταυρό πάνω στον οποίο κρεμάστηκε το δεσποτικό σώμα και δέχθηκε τις σταλαγματιές του τιμίου αίματός Του.

Τη λύση στο πρόβλημα που προέκυψε παρέθεσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος, ο οποίος ήταν παρών στις εργασίες.

Ο Θεοδώρητος Κύρου σημειώνει πως ο σοφός και θείος Μακάριος διέλυσε την απορία με τον ακόλουθο τρόπο. Γυναίκα με μακρόχρονη ανίατη ασθένεια γνώριζε τη δύναμη του σωτηρίου σταυρού. Πλησιάζοντας προσευχόμενη στον σταυρό και γνωρίζοντας τη δύναμή του (σωτηρίου σταυρού) θεραπεύτηκε με τρόπο θαυμαστό από την ανίατη ασθένεια που την ταλαιπωρούσε.

Με τον θαυμαστό αυτό τρόπο η Αγία Ελένη, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι παρευρισκόμενοι διαπίστωσαν ποιός από τους τρεις σταυρούς που είχαν βρεθεί εκεί ήταν αυτός στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός (3).

Κατά μία άλλη παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας, υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε ανασκαφή, κατά την οποία ευρέθησαν τρεις σταυροί, ήτοι του Ιησού Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιός από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η Αγία Ελένη παρακάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας νεκρός που τον πήγαιναν προς ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί του σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.

Το 351 μ.Χ., ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, διάδοχος του Μακαρίου, σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361) καταγράφει το γεγονός της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού: «Το σωτήριον του Σταυρού ξύλον εν Ιεροσολύμοις ηύρηται» (4). Η ανακάλυψη αυτή δρομολόγησε την κατασκευή στο ίδιο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός ενός επιβλητικού σε μέγεθος εκκλησιαστικού συγκροτήματος, του γνωστού Ναού της Αναστάσεως.

Η Αγία Ελένη με την οικοδόμηση Εκκλησιών στην Παλαιστίνη, προσδίδει στους Αγίους Τόπους έναν απόλυτο χριστιανικό χαρακτήρα, που συνιστά μια νέα δυναμική πραγματικότητα. Ο ιστορικός Ευσέβιος παρέχει το θεολογικό πλαίσιο για την περιγραφή του χριστιανικού αυτού χαρακτήρα, εισάγοντας στην ιστοριογραφία τον, δανεισμένο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όρο «Νέα Ιερουσαλήμ» (5).

Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο (6). Με βάση την παράδοση, άγρια θαλασσοταραχή αναγκάζει το πλοίο που μετέφερε την Αγία Ελένη να αράξει στα νότια παράλια της Κύπρου, στις εκβολές του αρχαίου χειμάρρου Τετίου, που από τότε ονομάστηκε Βασιλοπόταμος, προς τιμήν της βασιλομήτορος Ελένης. Εκεί η Αγία έκτισε τρία μοναστήρια. Την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη, όπου άφησε τμήμα του Τιμίου Σταυρού, τον έναν από τους σταυρούς των ληστών και ένα από τα καρφιά της Σταυρώσεως· την Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού κοντά στο χωριό Όμοδος, όπου η Αγία άφησε κομμάτι από το άγιο σχοινί με το οποίο έδεσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες τον Χριστό στον Σταυρό και την Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος, που αποκαλείται και Μονή της Αγίας Ελένης στη νότια πλευρά του όρους Πενταδάκτυλος (7).


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). Περί του προσκυνήματος της Αγίας Ελένης στους Αγίους Τόπους βλ. Δημητρίου Κ. Τσουλκανάκη, Η παρουσία του Βυζαντίου στους Αγίους Τόπους από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την αραβική κατάκτηση, Διδακτορική Διατριβή, Βόλος 2011.
(2). Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, εκδ. R.Μ. Dawkins, Οxford 1932 § 5. Αρχιμανδρίτου Κυπριανού, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν 1788, σελ. 97. Για την ανεύρευση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου από την Αγία Ελένη παρέχουν πληροφορίες: οι·Κύριλλος Ιεροσολύμων, Επιστολή προς Κωνστάντιον τον ευσεβέστατον βασιλέα, γ´, Ρ.G. 33, 1168-1169. Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. Ι, κεφ. ΙΖ´: «Ως του βασιλέως μήτηρ Ελένη, επί τα Ιεροσόλυμα παραγενομένη, τον σταυρόν του Κυρίου αναζητήσασα εύρε, και εκκλησίαν ανωκοδόμησεν», Ρ.G. 67, 117-121. Ερμείας Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. ΙΙ, κεφ. Α´· «Περί της ευρέσεως του ζωηφόρου σταυρού και των αγίων ήλων», Ρ.G. 67, 929-933. Θεοδώρητος ο Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. Ι, κεφ. ΙΖ´, «Περί Ελένης της του βασιλέως μητρός και της περί την οικοδομίαν του θείου ναού σπουδής», Ρ.G. 82, 957-961. Αλέξανδρος Μοναχός (περί τα μέσα του 6ου αιώνος), «Λόγος εις την εύρεσιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού», Ρ.G. 87, 3, 4015-4076, και «Ιστορικόν εγκώμιον περί της ευρέσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού», Ρ.G. 87, 3, 4076-4088. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. VΙΙΙ, κεφ. ΚΘ´:·«Ως η του βασιλέως μήτηρ Ελένη εις Ιεροσόλυμα γενομένη, τον θείον εύρεν σταυρόν, και τα επ’ αυτώ πεπραγμένα», Ρ.G. 146, 109-112. Αμβρόσιος Μεδιολάνων, «De obitu Theodosii Oratio», Ρ.L. 16, 1385-1406. Τυράννιος Ρουφίνος, «Ηistoriae Ecclesiasticae Libri Duo», Ρ.L. 21, 465-540. Παυλίνος ο Νόλης, «Εpistola ad Severum», Ρ.L. 61, 328. Αλεξάνδρου Κορακίδου, Η εύρεσις του Τιμίου Σταυρού, Αθήναι 1983. Ανδρέα Ν. Μιτσίδη, Η επίσκεψη της Αγίας Ελένης στην Κύπρο και η Μονή Σταυροβουνίου, περιοδικό Απόστολος Βαρνάβας, Λευκωσία, Μάρτιος 2003, τεύχος 3, σελ. 83-88.
(3). Πρβλ. Αγγελικής Δ. Χατζηιωάννου, Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, Εφημέριος (έτ.64 – τευχ.5), Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 2015, σσ. 27-29.
(4). Επιστολή προς Κωνστάντιον, Ρ.G. 33, 1168Β.
(5). Αποκ. 3, 12. 21, 2. Ευσεβίου, Εις τον βίον Κωνσταντίνου, 3, 33.
(6). Πρβλ. Θεοδώρου Παπαδοπούλου, Εκ της αρχαιοτάτης Ιστορίας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Νέα Σιών, τόμ. 47ος (1952), σσ. 209-216. Λεοντίου Μαχαιρά, όπ.π. 3,4. Αρχιμανδρίτου Κυπριανού, όπ.π., σελ. 97. Louis De Mas Latrie, Histoire de l’île de Chypre, Ι, Ρaris 1861, σελ. 78-79.
(7). Βλ. Πρεσβ. Χρίστου Κούλενδρου, Η τιμή του Σταυρού στην Κύπρο και οι σχετικές παραδόσεις, περιοδικό «Πνευματική Διακονία», έκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, έτος 3ο, τεύχ. 7, Ιανουάριος – Μάρτιος 2010, σελ. 41-44.